- εριουργείον
- τό1) предприятие по переработке шерсти; 2) фабрика шерстяных тканей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐριουργεῖον — wool factory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργείο — το (Α ἐριουργεῑον) [εριουργός] νεοελλ. εργοστάσιο κατασκευής μάλλινων υφασμάτων αρχ. κατάστημα, εργαστήριο κατεργασίας μαλλιών … Dictionary of Greek